-
1 φιλική
-
2 φιλικῇ
-
3 φιλική
φιλικόςfriendly: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 φιλικήι
-
5 φιλικῆι
-
6 κατάσχεσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάσχεσις
-
7 κοινωνικός
A held in common, τὰ κ. property held by corporations, D.14.16, cf. BCH50.16 (Delph., iv B.C., prob.);κ. ἐλαιών BGU1037.14
(i A.D.), cf. PGiss.30.7 (ii A.D.).c κοινωνικά, τά, tax on corporations, PTeb.5.59 (ii B.C.), 100.10 (ii B.C.).2 social, ἰσότης κοινωνική [ἡ δικαιοσύνη] Pl.Def. 411e;κ. ἀρετή Arist.Pol. 1283a38
; [ φιλίαι] Id.EN 1161b14.3 sociable,κ. καὶ φιλικὴ διάθεσις Plb.2.44.1
, cf. Plu.2.43d;φύσει ἐσμὲν κ. Epicur. Fr. 525
, cf. Arr.Epict.3.13.5: [comp] Sup., H.; τὸ -κόν sociability, J.BJ2.8.3.b of certain signs of the zodiac, Cat.Cod.Astr.1.166.4 giving a share of,τῶν ὄντων Luc.Tim.56
: abs., κ. ὁ Ἑρμῆς ready to share luck with others, prov. in Arist.Rh. 1401a20; liberal, 1 Ep.Ti.6.18, Ptol.Tetr.69; opp. φθονερός, Gal.4.817.5 c. dat., in communion with,τῇ ἐκκλησίᾳ Just. Nov.8
Jusj.II [voice] Act., receptive, sharing in,φωτός Str.17.1.36
.III Adv. -κῶς, χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι to suffer others to partake in one's good fortune, Plb.18.48.7;κ. βιῶναι D.S.5.9
;ζῆν κ. καὶ φιλικῶς Plu. 2.1108c
, etc.2 Medic., by sympathy, κ. σπᾶσθαι prob. in Aët.3.140.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινωνικός
-
8 σχέσις
A state, condition, σ. τοῦ σώματος habit of body, much like διάθεσις, which is alterable, opp. ἕξις (constitution or temperament, which is permanent), Hp.Art.8; hence ἐν σχέσει, of temporary, passing conditions, opp. those which have become constitutional ([etym.] ἐν ἕξει), Gal.10.533; τί διαφέρει σ. ἕξεως; Luc.Symp.23, cf. Herm.81; σ. ἀθλητική the habit of an athlete, D.L.5.67.b stationary condition, whether stable or not, opp. κίνησις, Stoic.3.19, 2.115 (pl.), Apollod.ib.3.260, Plot.3.1.7; ἐν σχέσει, opp. ἐν κινήσει, but inclusive of ἐν ἕξει, Stoic.3.26.2 generally, nature, quality, οὔτ' εἶδος,.. οὔθ' ὅπλων ς. A.Th. 507; ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν ς. Pl.Ti. 24b;τριχῶν καὶ ἐσθῆτος X.Smp.4.57
;ἐν ταύτῃ τῇ σ. διάγει τὸν βίον D.45.68
, cf. Epicur.Nat.2.2;κρεᾴδια.. δροσώδη τὴν σχέσιν Alex.124.12
.3 expression, attitude, Phld.Acad.Ind.pp.50,53 M.; position, posture, as in dancing, Plu.2.747c.4 relation, Arist.Fr. 182, Zeno Stoic.1.49, etc.; ἡ πρός τι ς. D.L.9.87: abs., Sch.Ar.Pl.2: also, relationship, Arr.Epict.4.6.26 (but σχέσιν ἀδελφικὴν ἔχειν πρός τινα to be fraternally disposed towards.., POsl.55.6 (ii/iii A.D.); φιλικὴ ς. POxy.1588.3 (iv A.D.)).b Gramm., relation, A.D.Adv. 183.3, al.: also in Metric, κατὰ σχέσιν εἶναι or γεγράφθαι or be relative, i.e. composed with strophic correspondence, Aristid.Quint.1.29, Heph.Poëm.3, Sch.Ar.Nu. 518.5 αἱ δέκα σ., = the ten categories or σχήματα τῆς κατηγορίας, Theol.Ar.59, Iamb.in Nic.p.11P.6 αὗται αἱ σ., ἑπτὰ οὖσαι the seven positions (sc. ἄνω, κάτω κτλ.), Cleom. 1.1; 'up' and 'down' were not relative ([etym.] οὐ κατὰ σχέσιν) according to the Stoics, Stoic.2.176.II checking, retention, τῆς καθάρσιος (pus or phlegm) Hp.Aph.7.80;τοῦ οὔρου Id.Epid.5.79
; opp. ῥοή, Pl.Cra. 424a.
См. также в других словарях:
Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… … Dictionary of Greek
φιλικῇ — φιλικός friendly fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλική — φιλικός friendly fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλικῆι — φιλικῇ , φιλικός friendly fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλικός — ή, ό / φιλικός, ή, όν, ΝΜΑ [φίλος] αυτός που ανήκει και αναφέρεται στον φίλο ή στη φιλία ή αυτός που νιώθει και εκφράζει φιλία (α. «φιλικές σχέσεις» β. «φιλική συντροφιά» γ. «φιλική συμπεριφορά» δ. «ἀλλ ἐπὶ ταῡτα εὐθὺς οἰκοδομεῑτε ἄλλα φιλικὰ… … Dictionary of Greek
Αινιάν — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τον Τυμφρηστό. 1. Γεώργιος (1788 – 1843). Αγωνιστής της Επανάστασης και πολιτικός, πρωτότοκος γιος του Παπα Ζαχαρία. Μαθήτευσε στη σχολή Κουρού Τσεσμέ και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Στη συνέχεια δίδαξε … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ζαφειρόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τη Ναυπακτία. Πολέμησε στην Αλαμάνα, στη Γραβιά, στον Πέτα, στο Μακρυνόρος, στο Μεσολόγγι, στην Άμπλιανη κ.α. Το 1824 προήχθη σε ταξίαρχο. 2. Αναγνώστης ή Τσιγγέλης. Οπλαρχηγός από την… … Dictionary of Greek
Ιωαννίδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξανδρος. Καταγόταν από τη Μακεδονία. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και ήταν από τους πρώτους που επαναστάτησαν στη Χαλκιδική. Σκοτώθηκε πολεμώντας στο πλευρό του Εμμ. Παππά. 2. Γεώργιος. Δάσκαλος, ο οποίος… … Dictionary of Greek
Μαυρομιχάλης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών και πολιτικών από τη Μάνη. Σύμφωνα με την παράδοση προέρχονταν από τη Θράκη, ωστόσο στα μέσα του 14ου αι. δέχτηκαν πιέσεις από τους Τούρκους και κατέφυγαν στη Μάνη, όπου τελικά εγκαταστάθηκαν. Πολλά μέλη της… … Dictionary of Greek
κυριακός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Κ. (2ος αι. μ.Χ.). Τόσο αυτός όσο και ο Χριστιανός ήταν νήπια τα οποία αποκεφαλίστηκαν στη Ρώμη επί Αντωνίνου (138 160), επειδή, κατά την παράδοση, ψέλλιζαν το όνομα του Ιησού. Η μνήμη τους τιμάται… … Dictionary of Greek